-
1 χειροτέρευση
[хиротэрэфси] ουσ. Θ. ухудшение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χειροτέρευση
-
2 осложнение
-
3 ухудшение
-
4 усиление
-я ουδ.δυνάμωμα, ενίσχυση, ισχυροποίηση, κραταίωση• ένταση•усиление ветра δυνάμωμα του άνεμου•
усиление обороны ενίσχυση της άμυνας.
|| χειροτέρευση• όξυνση•усиление болезни χειροτέρευση της ασθένειας•
усиление противоречий όξυνση των αντιθέσεων.
-
5 ухудшение
-я ουδ.χειροτέρευση επιδείνωση•ухудшение положения επιδείνωση της κατάστασης•
ухудшение качества χειροτέρευση της ποιότητας.
-
6 усугубление
η επιδείνωση, η χειροτέρευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усугубление
-
7 ухудшение
η χειροτέρευση, η επιδείνωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ухудшение
-
8 усиление
усилениес τό δυνάμωμα, ἡ ἐνταση, ἡ ἐνίσχυση [-ις]/ ἡ χειροτέρευση [-ις] (болезни)/ἡ δξυνση (противоречий):\усиление эпидемии ἡ διάδοση τής ἐπιδημίας. -
9 усугубление
усугуб||лениес τό μεγάλωμα, ἡ ἀδξηση[-ις]. ἡ χειροτέρευση [-ις]. -
10 ухудшение
ухудш||ениес ἡ χειροτέρευση [-ις], ἡ ἐπιδείνωση [-ις]. -
11 усугубление
[ουσουγκουμπλιένιιε] ουσ. ο. μεγάλωμα, χειροτέρευση -
12 усугубление
[ουσουγκουμπλιένιιε] ουσ ο μεγάλωμα, χειροτέρευση -
13 обострение
-я ουδ.όξυνση, επιδείνωση, χειροτέρευση• ένταση•обострение болезни επιδείνωση της ασθένειας•
обострение положения όξυνση της κατάστασης•
обострение спора όξυνση της συζήτησης•
обострение классовых противоречий όξυνση των ταξικών αντιθέσεων•
обострение в отношениях ένταση στις σχέσεις.
-
14 усугубление
-я ουδ.δυνάμωμα, μεγάλωμα-αύξηση• ένταση• επίταση. || επιδείνωση, χειροτέρευση.
См. также в других словарях:
χειροτέρευση — χειροτέρευση, η και χειροτέρεψη, η η πράξη και το αποτέλεσμα του χειροτερεύω, χειροτέρεμα, επιδείνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειροτέρευση — και χειροτέρεψη, η, Ντροπή, μεταβολή προς το χειρότερο, επιδείνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειροτερεύω. Η λ., στον λόγιο τ. χειροτέρευσις, μαρτυρείται από το 1861 στον Δ. Μαυροφρύδη] … Dictionary of Greek
επιβαρυντικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που επιβαρύνει, που προξενεί επιβάρυνση. 2. μτφ., που προκαλεί επιδείνωση, χειροτέρευση της κατάστασης ατόμου: Κατάθεση επιβαρυντική για τον κατηγορούμενο. 3. (για αρρώστια), που φανερώνει επιβάρυνση, επιδείνωση, χειροτέρευση:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγρίεμα — το [αγριεύω] 1. άγρια έκφραση τού προσώπου, βλοσυρότητα 2. εξαγρίωση, οργή που φθάνει στα όρια τής μανίας 3. (με ενεργ. σημ.) άγρια συμπεριφορά, φοβέρα, εκφοβισμός 4. (με παθητ. σημ.) το αίσθημα φόβου που δοκιμάζει κανείς κάτω από ορισμένες… … Dictionary of Greek
αγωγιάτης — Αυτός που παρέχει το υποζύγιό του ή το τροχοφόρο του για τη μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων και παίρνει χρήματα για αυτή τη δουλειά. Σήμερα ο όρος α. έχει αντικατασταθεί από τον όρο μεταφορέας, γιατί ανταποκρίνεται στα παλαιά μέσα μεταφοράς που… … Dictionary of Greek
δολιοφθορά — η καταστροφή εκ προθέσεως, πράξη ή παράλειψη που αποβλέπει στην καταστροφή ή χειροτέρευση υλικού, την ανάσχεση ή μείωση παραγωγής, την παρεμπόδιση τής λειτουργίας υπηρεσίας ή επιχειρήσεως, σαμποτάζ … Dictionary of Greek
εκτράχυνση — η 1. μεταβολή τής ομαλότητας σε τραχύτητα, τράχυνση, σκλήρεμα («η εκτράχυνση τών σχέσεων μεταξύ τών δύο χωρών») 2. μτφ. όξυνση, ένταση, επιδείνωση, χειροτέρευση … Dictionary of Greek
επιβάρυνση — η 1. αύξηση τού βάρους 2. αυτό που προκαλεί αύξηση τού βάρους 3. ενόχληση από αύξηση τών δαπανών («φορολογικές επιβαρύνσεις») 4. πρόσθετη δαπάνη 5. επιδείνωση, χειροτέρευση («επιβάρυνση τής θέσης τού κατηγορουμένου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
παράλλαξη — (Μαθημ.). Η γωνία που σχηματίζουν οι οπτικές κατευθύνσεις προς ένα ορισμένο αντικείμενο, όταν το παρατηρούμε από δύο διαφορετικά σημεία. Αν γνωρίζουμε την π. και την απόσταση μεταξύ των δύο σημείων παρατήρησης, είναι εύκολο να βρούμε την απόσταση … Dictionary of Greek
χειροτέρεμα — το, Ν [χειροτερεύω] χειροτέρευση … Dictionary of Greek
χειροτέρεψη — η, Ν βλ. χειροτέρευση … Dictionary of Greek